- χανούμισσα
- η(λ. τουρκ.), γυναίκα από την Tουρκία: Στην Πόλη είδα για πρώτη φορά χανούμισσες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χανούμισσα — η, Ν 1. μουσουλμάνα κυρία 2. (γενικά) μουσουλμάνα, οθωμανίδα, τουρκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χανούμ* + κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
χανουμάκι — το, Ν [χανούμ] υποκορ. (κυρίως με θωπευτική σημ.) νεαρή και όμορφη χανούμισσα … Dictionary of Greek
χανούμ — η, Ν άκλ. η χανούμισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hanim] … Dictionary of Greek
Γεραντάρης, Εμμανουήλ — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο και υπηρέτησε τον Αγώνα ως χειρουργός. Επειδή είχε λεπτή σωματική διάπλαση και ικανότητα στο να μιμείται τις γυναίκες, στάλθηκε μεταμφιεσμένος στην πολιορκημένη Τρίπολη για να διαπραγματευτεί την τύχη… … Dictionary of Greek
χανουμάκι — το υποκορ. του χανούμ μικρή χανούμισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χανούμ — η (λ. τουρκ.), άκλ., βλ. χανούμισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)